- γλυφίδα
- η (AM γλυφίς) [γλύφω]το γλύφανονεοελλ.διακοσμητική προεξοχήαρχ.1. αιχμή βέλους2. βέλος3. κιονόκρανο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλυφίδα — η βλ. γλύφανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γλυφίδα — γλυφίς notched end fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτογλυφίδα — η / ὠτογλυφίς, ίδος, ΝΜΑ λεπτή και μικρή γλυφίδα για τον καθαρισμό τών αφτιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + γλυφίς, ίδος (πρβλ. οδοντο γλυφίδα)] … Dictionary of Greek
CAELUM — a caedo, Graece γλύφανον, apud Theocritum, qui poculum in certamine rustico depositum ita describit, Καὶ βαθὺ κιςςύβιον κεκλυσμένον ἀδἕι καρῷ Α᾿μφωὲς νεοτευχὲς, ἔτι γλυφάνοτο ποτόσδον Τῷ περὶ μὲν χείλη μαρύεται ὑψόθι κιςςούςτκτλ. Latine scalprum… … Hofmann J. Lexicon universale
CALAMUS Scriptorius — in usum venit, postquam literae, quae prius incidebantur, pingi coepêre. Tum enim scribendi instrumentum primo fuêre arundinei calami, postea vero avium pennae; transiitque vox a Graecis, quamvis calamum illi numquam sumpserint, ad Romanos,… … Hofmann J. Lexicon universale
γκραβούρα — Είδος έντυπης παράστασης, κυρίως σε χαρτί ή παρόμοιο υλικό. Δημιουργείται με τη βοήθεια ειδικών πλακών, στις οποίες έχει χαραχτεί το σχέδιο που προορίζεται για εκτύπωση. Οι παραστάσεις αυτές έχουν αισθητική αξία και κοσμούν συνήθως σελίδες… … Dictionary of Greek
γλάφω — (Α) σκάβω, κοιλαίνω κάτι («ποσσὶ γλάφει» ο λέων Ησίοδ.) 2. χαράζω με τη γλυφίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. γλαφυρός] … Dictionary of Greek
διαγλύφω — (Α διαγλύφω) κοιλαίνω, λαξεύω με τη γλυφίδα κάποια στερεά ύλη αρχ. εγχαράσσω, σκαλίζω εντελώς, σε τρεις διαστάσεις 2. ιατρ. διευθετώ, διαπλάσσω … Dictionary of Greek
κολαπτήρας — ο (Α κολαπτήρ, ῆρος) σιδερένιο εργαλείο τών γλυπτών με το οποίο γίνεται η σμίλευση, τού μαρμάρου, γλυφίδα, γλύφανο, σμίλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολάπτω + επίθημα τήρ / τῆρος (πρβλ. καθαρ τήρ, καλυπ τήρ)] … Dictionary of Greek
λατομίς — λατομίς, ίδος, ἡ (Α) γλυπτικό εργαλείο, γλυφίδα, κοπίδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος» + πομίς «μαχαίρι»] … Dictionary of Greek